- χιάσματος
- χῑάσματος , χίασμαcross-piece of woodneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιασματικός — ή, ό, Ν φρ. «χιασματικό σύνδρομο» ιατρ. το σύνδρομο τού οπτικού χιάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chiasmatic (< χίασμα, χιάσματος)] … Dictionary of Greek
χίασμα — το, ΝΜΑ, και ιων. τ. χίεσμα Α [χιάζω (Ι)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χιάζω 2. υποστήριγμα που αποτελείται από δύο ξύλα συναρμοσμένα σε σχήμα Χ 3. (γενικά) διασταύρωση δύο πραγμάτων σε σχήμα Χ νεοελλ. 1. το σημείο Χ, με το οποίο… … Dictionary of Greek